- σακχαροφόρος
- ος, ο[ν] сахароносный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σακχαροφόρος — α, ο, θηλ. και ος, Ν αυτός που παράγει ή περιέχει σάκχαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρο + φόρος* (< φέρω). Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Θ. Γ. Ορφανίδη] … Dictionary of Greek
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek